ευδοκητος

ευδοκητος
    εὐδοκητός
    3
    одобряемый, приятный, желанный
    

(ἡδονή Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευδοκητος" в других словарях:

  • ευδοκητός — εὐδοκητός, ή, όν (ΑΜ) [ευδοκώ] αυτός που έχει επιδοκιμαστεί, που έχει εγκριθεί. επίρρ... εὐδοκητῶς (Α) με επιδοκιμασία, με έγκριση …   Dictionary of Greek

  • εὐδοκητόν — εὐδοκητός well pleasing masc acc sg εὐδοκητός well pleasing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδοκητή — εὐδοκητός well pleasing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδοκητήν — εὐδοκητός well pleasing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδοκητῷ — εὐδοκητός well pleasing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՀԱՃԵԼԻ — (ւոյ.) NBH 2 0010 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c εὑδόκητος, εὑδόκιμος gratus, jucundus, probus πειθανός suadibilis Հաճոյական. հաւանելի. ընդունելի. *Հաճելի իրիք շահից: Մի նչ ʼի հաճելեացն: Հաճելիս ասացեր. Պիտ.: Վրք. հց. ՟Ժ: Պրպմ. ձ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»